- μουρμούρι
- το1. μουρμούρισμα2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ-ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< λατ. murmur)].
Dictionary of Greek. 2013.